- ὑπεραποφαντικός
- ὑπερ-απο-φαντικός, ή, όν, darüber od. noch einmal bejahend; ὑπερ-απο-φατικός, darüber od. noch einmal verneinend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υπεραποφαντικός — ή, όν, Α αυτός που επιβεβαιώνει κάτι για μια ακόμη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀποφαντικός «αυτός που αποφαίνεται θετικά»] … Dictionary of Greek